ευνομούμαι

ευνομούμαι
ευνομήθηκα, κυβερνιέμαι με την πιστή εφαρμογή των νόμων: Κράτος ευνομούμενο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευνομούμαι — (Α εὐνομοῡμαι, έομαι το ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. εὐνομοῡσα) [εύνομος Ι] έχω καλούς νόμους, διοικούμαι καλά, έχω καλό πολίτευμα (α. «καὶ ηὐνομήθη καὶ ἀεὶ ἀτυράννευτος ἦν», Θουκ. β. «ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε» θα γίνετε ισχυροί, όταν υπηρετείτε… …   Dictionary of Greek

  • συνευνομούμαι — έομαι, Α [εὐνομοῡμαι] ευνομούμαι κι εγώ …   Dictionary of Greek

  • ευνόμημα — εὐνόμημα, τὸ (Α) [ευνομούμαι] νόμιμη ενέργεια, ενάρετη πράξη («πᾱν κατόρθωμα καὶ εὐνόμημα καὶ δικαιοπράγημά ἐστι», Χρύσ. Στωικ.) …   Dictionary of Greek

  • καλοκυβερνώ — (Μ καλοκυβερνῶ) νεοελλ. παθ. καλοκυβερνοῦμαι και καλοκυβερνιέμαι διοικούμαι καλά, ευνομούμαι μσν. προστατεύω κάποιον, τόν ενισχύω οικονομικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”